αὐτογενές

αὐτογενές
αὐτογενής
self-produced
masc/fem voc sg
αὐτογενής
self-produced
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αυτογενής — αὐτογενής, ές (AM) αυτός που δεν οφείλει τη γένεσή του ή την κατασκευή του σε άλλον αρχ. 1. συγγενής 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ αὐτογενές ο νάρκισσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + γενής < γένος < γίγνομαι (πρβλ. αυθιγενής, πυρογενής, υστερογενής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”